- τεθραμμένον
- τὸ, Αζώο («τεθραμμένα ἀρσενικά», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. τρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεθραμμένον — τρέφω thicken perf part mp masc acc sg τρέφω thicken perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXPONENDI infantes — mos antiquissimus fuit. Namque de Moyse, nota historia in sacris: Unde Ezechiel Tragicus, Clementi Alexandrino et Eusebio laudatus, Ε᾿νταῦθα μητὴρ ἠ τεχοῦσ᾿ ἔκρυπτέ με Τρεῖς μῆνας, ὡς ἔφασκεν, οὐ λαθοῦσα δὲ Υ῾πεξέθηκε. Ibi mater quae me peperit,… … Hofmann J. Lexicon universale
τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν … Dictionary of Greek